- ἐπήφυσεν
- ἐπαφύσσωpour overaor ind act 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαφύσσω — ἐπαφύσσω (Α) αντλώ και χύνω («ἔπειτα δὲ θερμὸν ἐπήφυσεν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αφύσσω «αντλώ και χύνω»] … Dictionary of Greek